Καλογρηά εμαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι
και μα φωνή, ψιλή φωνή, απάνωθεν της λέγει:
- «Πάψε γρηά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει.
Κι ο Μωχαμέτης θε να μπή στην Πόλη καβαλλάρης».
- «Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θε να μπεί κι η Πόλη θα Τουρκέψει».
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο αμηράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλλάρης.
και μα φωνή, ψιλή φωνή, απάνωθεν της λέγει:
- «Πάψε γρηά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει.
Κι ο Μωχαμέτης θε να μπή στην Πόλη καβαλλάρης».
- «Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θε να μπεί κι η Πόλη θα Τουρκέψει».
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο αμηράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλλάρης.
Ανακάλημα της Κωνσταντινουπόλεως[2]
-«Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
-«Έρκομαι ακ τ' ανάθεμα κ' εκ το βαρύν το σκότος,
-«Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
-«Έρκομαι ακ τ' ανάθεμα κ' εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω/
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Οι Τούρκοι ότε
ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς
εκεί και πανταχόθεν».
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως [3]
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το
παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·/ [. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε. [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·/ [. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε. [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν
ο χαλασμός της πόλης.
Πάρθεν η Ρωμανία[4]
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Πάρθεν η Ρωμανία[4]
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Τα ψάρια του Μπαρουκλί ή της Ζωδόχου
Πηγής
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη την
Πόλη τη μεγάλη.
Σαράντα
μέρες έκαμεν ο γούμενος το ψάρι στα χείλη του να βάλη.
Απ
τις σαράντα κι ύστερα πεθύμησε να φάγη τηγανισμένο ψάρι.
-Αν
μας φυλαγ΄ η Παναγιά, καθώς μας εφυλάγει, την Πόλη ποιος θα πάρη ;
Ρίχτει τα δίχτυα στο γιαλό, τρία ψαράκια
πιάνει,
-Θεός να τα 'βλογήσει.
Το
λάδι βάλλει στη φωτιά μες στ αργυρό τηγάνι, για να τα τηγανίση.
Τα
τηγανίζ' από τη μια και πα να τα γυρίση κι από το άλλο μέρος.
0
παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση, και τα 'χασεν ο γέρος !
- Mην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι στην Πόλη τη
μεγάλη !
την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μάς κόβουν το κεφάλι!
-
Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι ' Αγαρηνού ποδάρια ! Μου φαίνεται σαν ψέμα !
Μ'
αν ειν' αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια, να πέσουν μες στο ρέμα !
Ακόμα
ο λόγος βάσταγε, τα ψάρια απ' το τηγάνι, τη μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε και πέσανε στης λίμνης τη λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμα
ως τώρα πλέουνε, κόκκιν' από το μέρος, όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν
το Βυζάντιο ν' αναστηθή, κι ο γέρος να τ' αποτηγανίση.